φιλόπατρι

φιλόπατρι
φιλόπατρις
loving one's country
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πατριδοκάπηλος — ο αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την ιδέα τής πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα τής πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιο κάπηλος). Η λ …   Dictionary of Greek

  • φιλόπατρις — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Αθηναϊκή εφημερίδα (1851 62). 2. Κερκυραϊκή εφημερίδα (1883 84). * * * ι, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την πατρίδα του, πατριώτης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπατρι η φιλοπατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πατρις (< πατρίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”